αγελαδοτροφία

αγελαδοτροφία
η разведение коров

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγελαδοτροφία" в других словарях:

  • αγελαδοτροφία — η [αγελαδοτρόφος] η αγελαδοκομία* …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοτρόφος — ο ο αγελαδοκόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + τρόφος < τρέφω. ΠΑΡ. αγελαδοτροφία] …   Dictionary of Greek

  • Όλαντ — (σουηδικά Aαlαnd, φιλανδικά Ahvenαnmαα). Φιλανδικό νησιωτικό σύμπλεγμα (1.481 τ. χλμ.) στη Βαλτική, στην είσοδο του Βοθνικού κόλπου. Αποτελείται από περίπου 6.000 μικρά νησιά από τα οποία κατοικούνται μόνο τα 80 (26.000 κάτ. το 2001). Ο μισός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»